-
1 αποτεινω
1) вытягивать, протягивать(μέρος τι Arst.; τὼ πόδε Luc.)
; растягивать(ἥ φάλαγξ ἀπετέτατο πρὸς τὸ δεξιον Xen.; ἀποτεταμένα ἀράχνια Arst.)
2) высовывать, выдвигать3) протяжно произносить, затягивать, долго тянуть(ἦχον Plat.; θρηνώδη φθύγγον Plut.)
ἀ. (μακρὸν, тж. συχνὸν) λόγον или ῥῆσιν Plat. — произносить длинную речь;μαχόμενοι μέχρι μέσων νυκτῶν ἀπέτεινον Plut. — они продолжали спорить до глубокой ночи4) распространять, расширять(μακροτέρους μισθούς Plat.)
5) простираться, достигать(εἴς τι и μέχρι τινός Arst.)
6) med. долго говорить, распространяться(ὑπέρ τινος Luc.)
-
2 κατακλεις
εῖδος ἥ1) задвижка, засов Arph.2) чека(κατακλεῖδες τῶν ἀξόνων Diod. - v. l. κατακλίσεις)
3) стих. заключение (стиха), окончание -
3 κατακλισις
- εως ἥ1) возлежание за столом, трапеза, пиршество(κοινωνεῖν κατακλίσεως Arst.)
ἥ κ. τοῦ γάμου Her. — свадебный пир;πολλοῦ τιμῶμαι τέν παρά σοι κατάκλισιν Plat. — я высоко ценю соседство с тобою за столом2) лежачее положение, лежание Plut.3) наклон(τῶν ἀξόνων Diod. - v. l. κατακλείς)
-
4 ψοφος
ὅ1) звук, шум, грохот HH., Thuc.φωνέ καὴ ψ. ἕτερόν ἐστι Arst. — голос и звук - вещи разные;
αἱ ἀκρίδες ποιοῦσι τὸν ψόφον Arst. — саранча издает треск;ψόφοι ἀνέμων τε καὴ χαλαζῶν καὴ ἀξόνων καὴ τροχιλίων καὴ σαλπίγγων Plat. — шум ветра и града, скрип осей и валов и звучание труб;τῆς θύρας ψ. Arph. — скрип дверей;ψ. τῶν ὅπλων Plut. — бряцание (лязг) оружия2) презр. трескотня, болтовня Soph.οὐδὲν πλέν γλώσσης ψ. Eur. — одни лишь пустые речи;
ὅ. ψ. τῶν ῥημάτων Arph. — трескучие слова
См. также в других словарях:
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… … Dictionary of Greek
απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος … Dictionary of Greek
αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… … Dictionary of Greek
λημνίσκος — Η καμπύλη που χαρακτηρίζεται από το ότι το γινόμενο των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο ορισμένα σταθερά σημεία είναι επίσης σταθερό. Έστω xΟy ένα ορθοκανονικό σύστημα αναφοράς στο επίπεδο και δύο σταθερά σημεία του, τα F1 = ( α, 0), F2 = (α … Dictionary of Greek
ελλειψοειδές — Στη γεωμετρία, ε. ονομάζεται μια επιφάνεια δευτέρου βαθμού, μη εκφυλισμένη (που δεν είναι, δηλαδή, ούτε κώνος ούτε κύλινδρος ούτε ένα ζεύγος επιπέδων) και χωρίς σημεία στο άπειρο (περιορισμένη). Μια ειδική περίπτωση του ε. είναι η σφαίρα. Επίσης … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek